- καταλυπώ
- (AM καταλυπῶ, -έω)προξενώ πολύ μεγάλη λύπη σε κάποιον, καταπικραίνω, πληγώνω βαθιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταλυπώ — καταλύπησα, καταλυπήθηκα, καταλυπημένος, προξενώ μεγάλη λύπη σε κάποιον, τον πληγώνω βαθιά: Με καταλύπησε η ψεύτικη μαρτυρία σου στο δικαστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταθλίβω — (AM καταθλίβω) 1. πιέζω ισχυρά, καταπιέζω 2. μτφ. καταδυναστεύω, κατατυραννώ νεοελλ. καταλυπώ, στενοχωρώ, πικραίνω πολύ νεοελλ. μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταθλιμμένος, η, ο(ν) υπερβολικά θλιμμένος … Dictionary of Greek
συντρίβω — ΝΜΑ [τρίβω] 1. κάνω κομμάτια, θρυμματίζω, κατακομματιάζω (α. «το αυτοκίνητο συνετρίβη μετά τη σύγκρουση» β. «πρῶτον μὲν συνέτριβον τὰ σκευάρια», Αισχίν.) 2. (σχετικά με μέλη τού σώματος) σπάζω, κάνω θρύψαλα 3. μτφ. α) καταστρέφω ολοσχερώς,… … Dictionary of Greek
καταπικραίνω — καταπίκρανα, καταπικράθηκα, καταπικραμένος, πικραίνω κάποιον υπερβολικά, τον καταλυπώ: Τον καταπίκρανε η αποτυχία του στις εξετάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασυντρίβω — κατασύντριψα, κατασυντρίφτηκα, κατασυντριμμένος 1. συντρίβω κάτι εντελώς, καταθρυμματίζω: Με τη βαριά κατασύντριψε την πλάκα. 2. κατανικώ, εξολοθρεύω: Κατασυντρίφτηκε ο εχθρός. 3. καταλυπώ: Είναι κατασυντριμμένος από το θάνατο του αδελφού του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφάζω — έσφαξα, σφάχτηκα, σφαγμένος 1. σκοτώνω κάποιον κόβοντάς του το λαιμό: Έσφαξε έναν κόκορα. 2. μτφ., καταλυπώ: Με σφάζει με τα λόγια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)